
Ο Δημήτριος Κόκκος ήταν Έλληνας συγγραφέας και ποιητής του 19ου αιώνα.
Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα το 1856. Σχολείο πήγε στην Αθήνα. Σπούδασε νομική και αποφοίτησε με διδακτορικό. Προτίμησε να εργαστεί ως δημόσιος υπάλληλος.
Ο Δημήτριος Κόκκος διέπρεψε ως ποιητής με ισχυρή φαντασία και καλλιτεχνικό αίσθημα. Σκοτώθηκε νεώτατος (36 χρονών) στην Αθήνα το 1891. Ένας παράφρονος δολοφόνος τον πυροβόλησε την ώρα που έβγαινε από το θερινό θέατρο «Ομόνοια», στο οποίο παιζόταν το έργο του «Η Λύρα του Γερο-Νικόλα».
Έγραψε πάρα πολλά ποιήματα παντός είδους, πατριωτικές ωδές, θούρια, ειδύλλια, ελεγεία, ηρωικοκωμικά, και επικολυρικά. Η συλλογή των ποιημάτων του εκδόθηκαν εν ζωή. Έγραψε επίσης και ένα δράμα, τον «Καπετάν Λάζαρο», τον οποίο δεν πρόλαβε να ανεβάσει στην σκηνή.
Έγραψε πάρα πολλά ποιήματα παντός είδους, πατριωτικές ωδές, θούρια, ειδύλλια, ελεγεία, ηρωικοκωμικά, και επικολυρικά. Η συλλογή των ποιημάτων του εκδόθηκαν εν ζωή. Έγραψε επίσης και ένα δράμα, τον «Καπετάν Λάζαρο», τον οποίο δεν πρόλαβε να ανεβάσει στην σκηνή.
Η ΚΕ΄. ΜΑΡΤΙΟΥ
Πάλι ὁ Μάρτης φάνηκε, πάλι τὰ χελιδόνια,
Πάλι ἡ ἐθνικὴ γιορτὴ μὲ τὴ γιορτὴ τῆς φύσης.
Τώρα μπορεῖς τὴν λύρα σου ξεκούρδιστη ν' ἀφήσῃς
Καὶ νὰ μὴν ψάλῃς τὰ σπαθιά, τοὺς κλέφταις, τὰ μιλιόνια,
Τὴν ἅγια Λαύρα, τὴ λευκὴ φλοκάτα, τὸ τσαροῦχι;
Ἂν ζοῦσε τότε κλεφτουριά, σήμερα ζοῦν κληροῦχοι!…
Ὤ! πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροὶ στὸν κόσμο ἐδῶ κάτω!
Ὁ Ἕλληνας ποῦ κράταγε στὸ χέρι τὸ λεπίδι,
Γιὰ νὰ σπαράξῃ τοῦ ἐχθροῦ τ' ἀμέτρητο φουσάτο,
Σήμερα κρύβεται χλωμός, τὸν πάει ῥ ι π ε τ ί δ ι,
Κ' ἕνα δὲν ἔχουμ' Ἕλληνα, κλέφτη δὲν ἔχουμ' ἕνα,
Ποῦ νἄχῃ εἰς τὸ κούτελο δυὸ νούμερα γραμμένα (21)
Μὰ ὅμως βρίσκω φυσικὸ ἐτοῦτό μας τὸ χάλι…
Ποιὸς ἐφοροῦσε τὸν καιρὸ ἐκείνονε φοκόλο;
Ποιὸς εἶχε ὑψηλό ποτε καπέλο στὸ κεφάλι;
Κανεὶς κανείς!… μαρτύρομαι τοῦ οὐρανοῦ τὸ θόλο.
Πῶς φ ο υ σ τ α ν έ λ λ α ἔτρεχε καθένας νὰ φορέσῃ
Κοντὴ κοντή, πολὺ κοντή, καὶ φ έ σ ι, φ έ σ ι, φ έ σ ι.
Ὅμως δὲν εἶν' ἡ διαφορὰ στῆς φορεσιαῖς μονάχα.
Εἶναι καὶ στὰ αἰσθήματα ποὔχουμε στὴν καρδιά μας.
Ὢ νᾆχα λύρα ποιητοῦ, τοῦ Τσοπανάκου νᾆχα,
Κι' ἂν δὲν ἐσήκωνα εὐθὼς στὸ πόδι τὰ παιδιά μας,
Νὰ μοῦ τὴν ἐτσακίζατε στὴν πλάτη μου τὴν λύρα
Καὶ βόα νὰ μὲ 'λέγατε, ἔστω καὶ ἀ ρ ο τ ῆ ρ α.
Τότε δὲν εὕρισκες σ' αὐτοὺς κανένα Δηλιγιάννη,
Ἕνα δὲν εἶχαν βασιλειά, πρωθυπουργὸ κανένα,
Μὰ εἶχαν διπλωμάτη τους δίκοπο γιαταγάνι,
Καὶ συζητοῦσαν μὲ σπαθὶ καὶ ὄχι μὲ τὴν πένα.
Τότε ἡ ψεῖρα γιάλιζε στὸν κλέφτη σὰν διαμάντι,
Τώρα τὸν κάθε Ἕλληνα τὸν βλέπεις μὲ τὸ γάντι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου